Από την ομιλία του π. Γεωργίου Θεοδωρή της Κυριακής της Τυρινής
«Σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; Τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἤ πίπτει ». (Ρωμ. 14, 4)
(Ποιός εἶσαι ἐσύ πού θά κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη; Μόνο ὁ Κύριος μπορεῖ νά κρίνει ἄν στέκεται ἤ ὄχι στήν πίστη του)
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ἔχει μία θαυμαστή ἐσωτερική συνοχή καί οἱ χριστιανικές ἀρετές, πού ἀποτελοῦν τήν πνευματική της καρποφορία, συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους. Ἡ κάθε μία ἀρετή ἕλκει τήν ἄλλη, στηρίζεται στήν ἄλλη καί ἐκπορεύεται ἀπό τήν ἄλλη. Οἱ χριστιανικές ἀρετές ἀποτελοῦν, θά λέγαμε, τούς κρίκους πού ἀξεχώριστα ἑνωμένοι μεταξύ τους ἀπαρτίζουν τή χρυσή ἁλυσίδα τοῦ κατά Χριστόν βίου. Ὁμοιάζουν μέ τά λιθάρια μέ τά ὁποῖα κτίζεται ἁρμονικά τό πνευματικό οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς μας ὕπαρξης (Α΄ Πέτρ. 2, 5).
Ὡς χριστιανοί, μάλιστα, πιστεύουμε αὐτό πού μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος: «Ἐκ τοῦ πλησίον ἐστίν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος». Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀδελφοί μας, γίνονται ἡ ζωή μας ἄν τούς ἀγαπᾶμε. Ὅμως, ἀπό τούς ἄλλους προέρχεται καί ὁ θάνατός μας ἄν τούς μισοῦμε καί τούς κατακρίνουμε.
Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἄλλοι εἶναι ἀδελφοί καί ὄχι ἐχθροί, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε νά τούς ἀγαπᾶμε. Καί ἀγαπώντας τους εἰλικρινά, νά μήν τούς κρίνουμε καί τούς κατακρίνουμε.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ
Τί εἶναι ὅμως ἡ κατάκριση;
Τόν ὁρισμό τόν δίνει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Καταλαλιά ἤ κατάκρισις», τονίζει ὁ ἱερός πατήρ, «εἶναι τό κατά τοῦ ἀπόντος ἀδελφοῦ λέγειν τί, σκοπῷ τοῦ διαβάλλειν αὐτόν, κἄν ἀληθῆ ᾖ τά λεγόμενα» (ΕΠΕ 462, PG32, 288C), δηλαδή καταλαλιά ἤ κατάκριση εἶναι κάτι πού λέμε ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ μας πού εἶναι ἀπών, μέ σκοπό νά τόν διαβάλουμε, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού λέμε.
Εἶναι ἕνα ἔντονο πάθος προερχόμενο ἀπό τήν κλίση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁμαρτία, πού δημιουργεῖ σκληρότητα στήν καρδιά, τάση αὐτοπροβολῆς καί ἀσέβεια πρός τό Θεό. Εἶναι ἡ κατάκριση, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Δωρόθεος, ἔργο τοῦ διαβόλου καί γινόμαστε συνεργοί του γιά τήν ἀπώλεια καί τῆς δικῆς μας ψυχῆς καί τῶν ἄλλων.
Οἱ νηπτικοί πατέρες χαρακτηρίζουν τήν κατάκριση ὡς θάνατο τῆς ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Ἠσαΐας ὁ Θηβαῖος, λέει χαρακτηριστικά: «Ἄς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὅσες ἐλεημοσύνες θέλει, ἄς νηστέψει ὅσο θέλει, ἄς κάνει πολλές μετάνοιες, ἄν κατακρίνει ὅμως, τότε ὅλοι οἱ κόποι του πᾶνε χαμένοι, γιατί ἀντικαθιστᾶ τόν Θεό στό θέμα τῆς κρίσεως καί γιατί στερεῖται ἀγάπης καί συμπάθειας πρός τόν ἀδελφό».
Μέ δυό λόγια, εἶναι ἡ κατάκριση μιά ἀκαταστασία τῆς ψυχῆς πού δέν εἰρηνεύει ποτέ, φέρνει διχοστασίες καί μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί τό συνάνθρωπό μας.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΓΑΠΗΣ
Νά ποῦμε ἐδῶ, πώς τό θέμα τῆς κατάκρισης εἶναι πολύ σημαντικό γιά τόν πνευματικό ἀγώνα τοῦ πιστοῦ. Δείχνει τήν ποιότητα τῆς ἐσωτερικῆς προόδου, βαθμολογεῖ τήν ἀρετή του καί φανερώνει τί λογῆς φρόνημα καί ζωή ἔχει.
Ρίζα τῶν ἀρετῶν, τονίζει ἡ πατερική διδασκαλία, εἶναι ἡ ταπείνωση καί καρπός ἡ ἀγάπη. Πρίν ἀπό τήν ταπείνωση, λέει ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, προηγεῖται μιά κατάσταση, ὅπου ἡ καρδιά δέν κατηγορεῖ τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Καί αὐτός πού ἀγαπᾶ οὐδέ κἄν ἀνέχεται τήν καταλαλιά ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὅποιος, λοιπόν, κατακρίνει, ἀποκαλύπτει ὅτι κλείνεται ὅλο καί πιό πολύ στόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο θεωρεῖ δίκαιο καί ἐνάρετο. Ἡ στάση αὐτή – καθαρά ἐγωκεντρική – μᾶς ἀποξενώνει ἀπό τόν Θεό, μέ ἀποτέλεσμα πολλές φορές νά διαπράττουμε κι ἐμεῖς τά ἴδια ἤ καί χειρότερα. Αὐτό ἐννοεῖ ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ὅταν λέει πώς «ἡ κατάκριση, ἔστω κι ἄν μόνο αὐτή ὑπάρχει μέσα μας, μπορεῖ νά μᾶς καταστρέψει ὁλοσχερῶς, ὅπως τόν Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς».
Τελικά, «ἄν εἴχαμε ἀγάπη, ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη θά σκέπαζε κάθε σφάλμα, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ ἅγιοι, ὅταν ἔβλεπαν τά ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων. Μήπως εἶναι τυφλοί οἱ ἅγιοι καί δέν βλέπουν τά ἁμαρτήματα; Καί ποιός μισεῖ τόσο πολύ τήν ἁμαρτία ὅσο αὐτοί; Ἀντίθετα, δέν μισοῦν τόν ἁμαρτάνοντα, ἀλλά κάνουν τό πᾶν γιά νά τόν σώσουν» τονίζει ὁ Ὅσιος Δωρόθεος, γιατί ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν σέ βάθος τήν ἀλήθεια) (Α΄ Τιμ. 2, 4).
Η ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Πρέπει νά τονίσουμε ἐδῶ, πώς ἐκεῖνος πού κατακρίνει ὑφαρπάζει καί σφετερίζεται τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μόνος κριτής τῶν ἀνθρώπων, αὐτός πού γνωρίζει τά ἔγκατα τῆς καρδιᾶς τους, τούς λογισμούς καί τά κίνητρά τους εἶναι ὁ Θεός. Κάνοντας κρίσεις καί κατακρίσεις ὑφαρπάζουμε τήν ἀπόφαση τοῦ Κυρίου. «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε· ἐν ᾧ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7, 1-2), μᾶς λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία του. Μήν κρίνετε τούς συνανθρώπους σας γιά νά μή σᾶς κρίνει κι ἐσᾶς ὁ Θεός. Μέ τό κριτήριο πού κρίνετε θά κριθεῖτε καί μέ τό μέτρο πού μετρᾶτε θά μετρηθεῖτε. Ὅποιος, δηλαδή, κρίνει τόν ἄλλον παραμερίζει τό Θεό, τόν Κριτή καί Νομοθέτη καί οἰκειοποιεῖται τά δικαιώματά Του, σάν νά εἶναι αὐτός ὁ νομοθέτης καί κριτής.
Ἕνα περιστατικό ἀπό τό Γεροντικό ἔχει σχέση μέ ὅλα αὐτά. Ἄς τό κρατήσουμε στή μνήμη μας: «Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Θηβαῖος σέ κάποιο μοναστήρι. Ἐκεῖ εἶδε ἕναν ἀδελφό νά σφάλει καί τόν κατέκρινε. Μόλις ὅμως ἔφυγε καί βγῆκε στήν ἔρημο, παρουσιάσθηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου, στάθηκε μπροστά στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καί δέν τόν ἄφηνε νά μπεῖ. Ἐκεῖνος τότε τόν παρακάλεσε νά τοῦ ἐξηγήσει τήν αἰτία. Καί ὁ ἄγγελος τοῦ ἀποκρίθηκε: ‘‘Ὁ Θεός μέ ἔστειλε νά σέ ρωτήσω, ποῦ προστάζεις νά βάλω τόν ἀδελφό πού ἔκρινες;’’ Ἀμέσως ὁ ἀββᾶς κατάλαβε τό νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου καί τοῦ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: ‘‘Ἁμάρτησα, συγχώρησέ με!’’. Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ εἶπε: “Σήκω, σέ συγχώρησε ὁ Θεός. Φυλάξου ἀπό δῶ καί πέρα, νά μήν κρίνεις κανένα πρίν τόν κρίνει ὁ Θεός”».
Νά διευκρινίσουμε, πρίν τελειώσουμε, πώς τό νά μήν κρίνουμε δέ σημαίνει νά εἴμαστε τυφλοί, ἀλλά ὅπως διδασκόμαστε ἀπό τίς ἀρετές τοῦ ἄλλου, ἔτσι νά διδασκόμαστε κι ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Γιατί, ἡ ἁμαρτία εἶναι κοινή ἀσθένεια ὅλων μας καί ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει εἶναι ἀσθενής καί χρειάζεται τή συμπάθεια καί τή θαλπωρή τῆς ἀγάπης γιά νά βοηθηθεῖ, νά ἀναπνεύσει, νά ἀνορθωθεῖ καί νά ζήσει κατά Χριστόν.
Ἀγαπητοί μου,
Ἀναφέρεται ὅτι σ’ ἕνα μοναστήρι περιτριγύριζαν οἱ μοναχοί ἕναν ἑτοιμοθάνατο ἀδελφό τους καί μέ ἔκπληξη τόν ἔβλεπαν χαρούμενο καί ἤρεμο, ἐνῶ ἤξεραν πολύ καλά ὅτι ἔζησε μέ ἀμέλεια τή ζωή του. Κι ὅταν τόν ρώτησαν, τούς ἀπάντησε: «Πάντως ἐλπίζω στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί σ’ ὅλη τή ζωή ἕναν ἀγώνα ἔκανα, φυλάχτηκα καί δέν κατέκρινα κανέναν. Ἐλπίζω, λοιπόν, στά λόγια Ἐκείνου πού εἶπε: ‘‘Μή κρίνετε καί οὐ μή κριθῆτε’’. Βασίζομαι στήν ἐπιείκεια τοῦ Κυρίου μου ἐπειδή δέν ἔκρινα κανέναν ποτέ στή ζωή μου, πιστεύω πώς ὁ Κύριός μου δέν θά μέ κρίνει αὐστηρά».
Ἄς μή γίνουμε, λοιπόν, αὐστηροί κριταί τῶν ἄλλων γιά νά μή μᾶς κρίνει καί ἐμᾶς ὁ Θεός αὐστηρά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσης. Μέ ὅποιο μέτρο μετρᾶμε τούς ἄλλους, μ’ αὐτό θά μετρήσει καί ἐμᾶς ὁ Θεός ὅταν ἔλθει ὁ καιρός πού θά κρίνει ἐν δικαιοσύνῃ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Εἴθε καί ἐμεῖς νά τύχουμε τῆς ἐπιείκειας τοῦ Κυρίου μας, γιά νά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τά ὁποῖα ἑτοίμασε ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, ἀκοῦνε τό λόγο Του καί τόν ἐφαρμόζουν στή ζωή τους. Ἀμήν!
«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου... δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». (Εὐχή ὁσίου Ἐφραίμ)»
Από το βιβλίο: "ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΟΡΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ - ΟΜΙΛΙΕΣ" του π. Γεωργίου Θεοδωρή, Γραφικές Τέχνες "Μέλισσα", Θεσσαλονίκη, σελ. 66 - 69