H ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΟ ΣΑΝ ΛΟΡΕΝΤΖΟ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
της Μαρίας θεοχάρη
Η βυζαντινολόγος – αρχαιολόγος κυρία Μαρία Θεοχάρη, που έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με
θέματα ερεύνης αγνώστων θεμάτων της παλαιοχριστιανικής εποχής, είχε πρόσφατα μια
επιτυχία που συνεκίνησε τον Ορθόδοξο κόσμο και ιδιαίτερα τους Θεσσαλονικείς. Βρήκε ότι
το λείψανο του προστάτη της συμπρωτεύουσας, Αγίου Δημητρίου, βρίσκεται στο Σαν
Λορέντζο της Ιταλίας. Λεπτομέρειες για την ανακάλυψη αυτή δίνει η κυρία Θεοχάρη στο
άρθρο της αυτό.
Στο Δημοτικό Μουσείο της Ιταλικής πόλεως Σασσοφεράτο, κοντά στην Αγκώνα,
φυλάγεται ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Η εικόνα παριστάνει τον Άγιο Δημήτριο
σαν στρατιωτικό Άγιο, όρθιο, να κρατά στο δεξί χέρι, το δόρυ, στο αριστερό ασπίδα. Μια
ασημένια κορνίζα πλαισιώνει την εικόνα: έχει στις δυο κάθετες πλευρές της, ελληνικές
επιγραφές. Η επιγραφή της αριστερής πλευράς, και η σπουδαιότερη, δεν υπάρχει σήμερα,
την γνωρίζουμε όμως από το Corpus Inscriptionum Graecarum, όπου δημοσιεύθηκε το 1877.
Λέγει τα εξής: «Ὤ μεγαλομάρτυς Δημήτριε μεσίτευσον πρός Θεόν ἴνα τῶν πιστῶν σου
δούλω τῷ ἐπιγείω βασιλεῖ Ρωμαίων Ἰουστινιανῶ δοίη μοί νηκῆσαι τούς ἐχθρούς ἐμοῦ καί
τούτους ὑποτάξαι ὑπό τούς πόδας μου».
Στην οριζόντια επάνω πλευρά της κορνίζας, στο μέσο υπήρχε χρυσό φιαλίδιο με την
επιγραφή: «Ἅγιον Μύρον». Άλλες παραστάσεις, όπως δικέφαλοι αετοί ή το τετράγραμμο Β,
Β, B, B, έμβλημα της Κωνσταντινουπόλεως, συμπληρώνουν τη διακόσμηση του πλαισίου.
Η εικόνα αυτή, που εμφανίστηκε και στην Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έγινε
στην Αθήνα το 1964, ανήκει σύμφωνα με τις γνώμες διακεκριμένων βυζαντινολόγων, στα
ωραιότερα έργα της εποχής των Παλαιολόγων. Η επιγραφή της όμως, που αναφέρει
αυτοκράτορα Ιουστινιανό, απασχόλησε επανειλημμένως τους ιστορικούς, όπως τον Σάθα –
το 1877 που έλαβε γνώση από το Corpus και το Vasiliev το 1950. Και οι δυο – Ο Vasiliev
προφανώς παρασυρμένος από τον Σάθα – υποστήριξαν πως πρόκειται για τον Ιουστινιανό
τον Β', ο οποίος πράγματι το 688 κατήγαγε λαμπρή νίκη εναντίον των Σλάβων, με τη
θαυματουργή επέμβαση του Αγίου της Θεσσαλονίκης. Η δυσκολία όμως έγκειται στο ότι η
εικόνα είναι του 14ου αι. ενώ νίκη του Ιουστινιανού του Β' χρονολογείται στο 688. Άλλον
ένα Ιουστινιανό γνωρίζει το Βυζάντιο, τον μεγάλο αυτοκράτορα του 6ου αι.
Στην οριζόντια επάνω πλευρά της κορνίζας, στο μέσο υπήρχε χρυσό φιαλίδιο με την
επιγραφή: «Ἅγιον Μύρον». Άλλες παραστάσεις, όπως δικέφαλοι αετοί ή το τετράγραμμο Β,
Β, B, B, έμβλημα της Κωνσταντινουπόλεως, συμπληρώνουν τη διακόσμηση του πλαισίου.
Η εικόνα αυτή, που εμφανίστηκε και στην Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έγινε
στην Αθήνα το 1964, ανήκει σύμφωνα με τις γνώμες διακεκριμένων βυζαντινολόγων, στα
ωραιότερα έργα της εποχής των Παλαιολόγων. Η επιγραφή της όμως, που αναφέρει
αυτοκράτορα Ιουστινιανό, απασχόλησε επανειλημμένως τους ιστορικούς, όπως τον Σάθα –
το 1877 που έλαβε γνώση από το Corpus και το Vasiliev το 1950. Και οι δυο – Ο Vasiliev
προφανώς παρασυρμένος από τον Σάθα – υποστήριξαν πως πρόκειται για τον Ιουστινιανό
τον Β', ο οποίος πράγματι το 688 κατήγαγε λαμπρή νίκη εναντίον των Σλάβων, με τη
θαυματουργή επέμβαση του Αγίου της Θεσσαλονίκης. Η δυσκολία όμως έγκειται στο ότι η
εικόνα είναι του 14ου αι. ενώ νίκη του Ιουστινιανού του Β' χρονολογείται στο 688. Άλλον
ένα Ιουστινιανό γνωρίζει το Βυζάντιο, τον μεγάλο αυτοκράτορα του 6ου αι.
Αλλά το ύφος της επιγραφής δηλώνει καθαρά πως ο ίδιος ο κτήτορας της εικόνας
απευθύνεται προς το Μεγαλομάρτυρα και του ζητά να μεσιτεύσει στο Θεό για να του
χαρίσει τη νίκη. Είναι αδύνατο να υποθέσουμε ότι ο αφιερωτής της εικόνας αντιγράφει
επίκληση προγενέστερου αυτοκράτορα σε εποχή μάλιστα που, όπως ο 14ος αιώνας, το
Βυζάντιο είχε στη διάθεσή του εξαίρετους επιγραμματοποιούς σαν τον Μανουήλ Φιλή.
Το πρόβλημα της ταυτίσεως του αυτοκράτορα της εικόνας γίνεται ακόμη δυσκολότερο
όταν παρατηρήσει κανείς, από διάφορα επιγραφικά και διακοσμητικά στοιχεία, ότι το
πλαίσιο είναι υστερότερο της εικόνας, πράγμα που δεν είχαν προσέξει μέχρι τώρα όσοι
ασχολήθηκαν με την ερμηνεία της επιγραφής.
Αναζητώντας τη λύση στο πρόβλημα αυτό χρειάστηκε να ανατρέξουμε στην αρχειακή
έρευνα. Η έρευνα αυτή νομίζω πως μας έδωσε τη λύση ενώ συγχρόνως μας έδειξε πως η
εικόνα συνδεόταν με τα λείψανα του Μεγαλομάρτυρα της Θεσσαλονίκης. Έπρεπε λοιπόν να
εντοπίσουμε τα λείψανα.
Είναι γνωστό από τους «Βίους» και τα «Θαύματα» του Μυροβλύτη, που αποτελούν
μεγάλης σημασίας ιστορικές πηγές για το μεσαιωνικό βίο της Θεσσαλονίκης, ότι ο Άγιος
«λόγχαις κατεσφάγη» στο δημόσιο λουτρώνα της πόλεως, στις αρχές του 4ου αι., κατά τη
διάρκεια των μεγάλων διωγμών των Χριστιανών, επί Διοκλητιανού. Την ίδια νύχτα, κρυφά,
οι Χριστιανοί έσκαψαν τάφο στον τόπο του μαρτυρίου του και έθαψαν το εγκαταλειμμένο
σώμα του μάρτυρα. Το 313 μετά το διάταγμα περί ανεξιθρησκίας, χτίζεται ένας μικρός
«οικίσκος» πάνω από τον τάφο του. Στα μέσα του 5ου αι., ο έπαρχος του Ιλλυρικού
Λεόντιος, που γιατρεύεται, με θαύμα του Αγίου από βαριά αρρώστια, χτίζει μία μεγάλη
βασιλική στα ερείπια του ρωμαϊκού λουτρού. Τότε μεταφέρεται κι ο τάφος από το μικρό
«οικίσκο» μέσα στην εκκλησία. «Κατά μέσον του ναοῦ, πρός τοῖς λαιoίς πλευροῖς»,
ιδρύθηκε το περίφημο ασημένιο Κιβώριο που περιείχε τη λάρνακα του Αγίου. Οι ανασκαφές
του αειμνήστου Γ. Σωτηρίου, μετά την πυρκαϊά του 1917, έφεραν στο φώς την εξάγωνη
βάση του. Εξάλλου η εξαιρετικής σημασίας μελέτη του καθηγητή κ. Ανδρέα Ξυγγόπουλου
μας αποκάλυψε ποιο ήταν το σχήμα του Κιβωρίου και της λάρνακας και έθεσε τα
προβλήματα τα σχετικά με το μαρτύριο και την εικονογράφησή του. Ἐπρόκειτο για ένα
κενοτάφιο που περιείχε την ασημένια λάρνακα με την ανάγλυφη εικόνα του Αγίου, που
προσκυνούσαν οι πιστοί ενώ «ἔκειτο ὑπό γῆν τό πανάγιον αὐτοῦ λείψανον» από το οποίον
έρεε το μύρο. Το λείψανο αυτό οι πιστοί το 'βλεπαν στα όνειρά τους. Κι η Εκκλησία της
Θεσσαλονίκης το φρουρούσε άγρυπνα αφού είχε αρνηθεί σε δύο αυτοκράτορες, τον
Ιουστινιανό και τον Μαυρίκιο, να τους δώσει τεμάχιο.
Στο ναό της Θεσσαλονίκης το λείψανο του Αγίου δεν υπάρχει πια. Οι ανασκαφές του
Σωτηρίου έφεραν στο φως μόνον ένα φιαλίδιο με το αίμα του μάρτυρα. Άλλωστε κι η
αρχειακή έρευνα έδειχνε πως έπρεπε να το αναζητήσουμε στην Ιταλία.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Σασσοφεράτο όπου φυλάγεται η εικόνα, βρίσκεται το Σάν
Λορέντζο ιν Κάμπο. Σήμερα είναι μία γραφική πολίχνη όπου η ζωή κυλάει ήρεμα. Στο
μεσαίωνα όμως υπήρξε ένα ακτινοβόλο εκκλησιαστικό κέντρο. Είναι χτισμένη στην περιοχή
της αρχαίας πόλεως Σουάσα, γνωστής από τον Πλίνιο και τον Πτολεμαίο. Πολύ νωρίς ο
μοναχισμός αναπτύχθηκε στο Σάν Λορέντζο και πολλά μοναστήρια ανοικοδομήθηκαν.
Αλλά οι επιδρομές των Λομβαρδών και άλλων βαρβάρων ερήμωσαν τον τόπο και
διατάραξαν τη ζωή των μοναχών. Τούτοι όμως με το αργό και σιωπηλό έργο τους, το μακρύ
και επίπονο, κατόρθωσαν ν’ αναζωογονήσουν τις λεηλατημένες και εγκαταλελειμμένες
περιοχές, που άνθισαν και πάλι, ανάμεσα στον 8ο και 12ο αιώνα. Σε τούτη τη δεύτερη
περίοδο, ο μοναχισμός του Σάν Λορέντζο βρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως από τον Άγιο
Βιτάλιο του Λιμένα, της Ραβέννας.
Το αββαείο του Σάν Λορέντζο ανάγεται περίπου στο έτος 1000 και φαίνεται ότι είχε
στενούς δεσμούς με το περίφημο μοναστήρι Ντί Φόντε Αβελλάνα όπου διατηρούνταν πολλά
κειμήλια βυζαντινά. Ο ναός του αββαείου, στο πέρασμα του χρόνου, δέχτηκε πολλές
μεταρρυθμίσεις και ανανεώσεις. Στην κρύπτη του, υπάρχει σήμερα, κάτω από αψίδα του
ανατολικού τείχους, ξύλινη πολυτελής λάρνακα σε σχήμα αντεστραμμένης κολούρου
πυραμίδας, που προφυλάσσεται από σιδερένιο κιγκλίδωμα. Η λάρνακα αυτή λέγεται ότι
περιέχει τα οστά του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης.
Στο Ενοριακό Αρχείο του Σάν Λορέντζο σώζονται τα έγγραφα που μας πληροφορούν
σχετικά με τη λάρνακα και την ανεύρεσή της. Το διεξοδικότερο αλλά και νεότερο είναι μία
συμβολαιογραφική πράξη του 1779, που έχει την υπογραφή του συμβολαιογράφου Nicolo
Lazzarini. Το έγγραφο αυτό σε συνδυασμό με παλαιότερες εκθέσεις, θεσπίσματα και
επιγραφές (1520, 1592, 1599, 1604) μας δίνει το ακόλουθο ιστορικό της ανευρέσεως και
λατρείας του λειψάνου.
Στις 20 Ιουνίου του 1520, ενώ γίνονταν εργασίες αναστηλώσεως στο ναό από τον
Επίσκοπο Μάρκο Βιγέριο τον Β', επίτροπο του αββαείου, βρέθηκε κάτω από το κεντρικό
ιερό βήμα του ναού, εντοιχισμένη ξύλινη λάρνακα χρωματισμένη με κόκκινο. Την άνοιξαν
και είδαν ότι περιείχε άγια λείψανα καθώς και μία μολύβδινη πλάκα, που διατηρείται μέχρι
σήμερα και φέρει σε συντομογραφία μία λατινική επιγραφή. Στη θέα της λάρνακας, κλήρος
και πιστοί, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αναγνώρισαν ότι πρόκειται για τα λείψανα του
Αγίου της Θεσσαλονίκης. Ο Επίσκοπος Βιγέριος την ερμήνευσε έτσι: «Ἐνθάδε ἀναπαύεται
τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ ἐπιφανοῦς Θεσσαλονικέως μάρτυρος», ανάγνωση που
δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στους κανόνες της επιγραφικής και που προϋποθέτει
προγενέστερη γνώση του περιεχομένου της λάρνακας. Η επιγραφή πρέπει να διαβαστεί
«Ἐνθάδε ἀναπαύεται τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» (Ηic Requiescit Corpus Sancti
Demetrii). Οι επιγραφολόγοι τον χρονολογούν στο τέλος του 12ου – αρχές 13ου αιώνα.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1538 ένας προύχοντας της περιοχής, με συμβολαιογραφική
πράξη, υποχρεώνει τους κληρονόμους του να τελούν κάθε χρόνο, στην εορτή του Αγίου,
επίσημη πανήγυρι με δέκα τουλάχιστον ιερείς, ενώ ένα θέσπισμα του 1592 επιβάλλει
εορταστική αργία κατά την εορτή του Αγίου που ετελείτο, σύμφωνα με το λατινικό
εορτολόγιο, στις 8 Οκτωβρίου, καθορίζει μάλιστα και ειδική Ακολουθία πρός τιμήν του.
Το 1604, ένας γόνος της διακεκριμένης οικογένειας Della Rovere, ο Ιουλιανός, Επίτροπος
του αββαείου, μεταφέρει το λείψανο σε παρεκκλήσι του ναού, αφιερωμένο στον Άγιο. Η
λάρνακα τοποθετείται σ’ ένα κοίλωμα του τοίχου, επίτηδες διασκευασμένο για να την
περιλάβει. Είχε μήκος ενός ανθρώπου μάλλον μεγάλου αναστήματος. Την έκρυβε ένας
βαρύς πίνακας, με την παράσταση των δυο Αγίων, του Δημητρίου και του Φραγκίσκου της
Ασσίζης και με επιγραφή, με χρυσά γράμματα, που ανέφερε την ανεύρεση του 1520 και την
πρόσφατη μεταφορά.
Το 1779, ο καρδινάλιος Αλέξανδρος Αλμπάνι, τέως Επίτροπος του αββαείου, που είχε
ιδιαίτερη ευλάβεια στον Άγιο, θέλησε να τοποθετήσει τα ιερά λείψανα σε λάρνακα
ευπρεπέστερη. Γι’ αυτό παρήγγειλε στη Ρώμη τη σημερινή λάρνακα από ξύλο Ινδίας, με
πόδια και με περίγυρο από μέταλλο επιχρυσωμένο. Επίσης από ευλάβεια προς τον Άγιο
επισκεύασε και μεγάλωσε την εκκλησία του αββαείου. Ενώπιον επιτροπής, που την
αποτελούσαν ανώτατοι ιερωμένοι, γιατροί και ο συμβολαιογράφος έγινε η μετακομιδή στη
νέα λάρνακα. Με πολλές λεπτομέρειες περιγράφονται, από τον συμβολαιογράφο, οι
σφραγίδες που έκλειναν το σκέπασμα της παλιάς λάρνακας για να πιστοποιηθεί έτσι η
αυθεντικότητα των λειψάνων και από τους παρόντες γιατρούς, τα διάφορα οστά που
περιείχε. Γίνεται πάλι λόγος για τη μολύβδινη πλάκα που συνόδευε τα λείψανα και για την
επιγραφή της.
Εξάλλου το «Ημερολόγιο» του Ενοριακού Αρχείου, για να εξηγήσει την παρουσία του
λειψάνου στην Ιταλία, επικαλείται τη μαρτυρία μιας Vita (Βίου) του Αγίου, που γράφηκε
και τυπώθηκε στη Βενετία. Όπως λέγεται εκεί το σώμα του μάρτυρα μεταφέρθηκε κρυφά
από τη Θεσσαλία – είναι γνωστό πως Θεσσαλία ονομαζόταν τότε η Μακεδονία – από
κάποιο μοναχό και είχε διατηρηθεί ακέραιο και ευωδιάζον μέχρι της εποχής που ο
καρδινάλιος Negroni, Επίτροπος του αββαείου, το απέστειλε στη Ρώμη για αναγνώριση.
Αυτές είναι, σε σύντομη διατύπωση, οι μαρτυρίες για το ιστορικό του αγίου λειψάνου
στην Ιταλία. Το ότι, από την πρώτη στιγμή της ανευρέσεως, σχηματίστηκε η ακλόνητη
πεποίθηση ότι πρόκειται για τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου, και ότι ο Βιγέριος και οι
άλλοι Ιταλοί θεολόγοι έδωσαν μία ερμηνεία σχετική αλλ’ αυθαίρετη της επιγραφής, τούτο
σημαίνει ότι θα υπήρχε ίσως κάποια παράδοση τοπική ή τίποτα άλλα στοιχεία που μας
διαφεύγουν σήμερα, για την παρουσία του λειψάνου στην περιοχή του Σάν Λορέντζο. Το ότι
μάλιστα οι Ιταλοί, που δεν έχουν ιδιαίτερη ευλάβεια για τον Άγιο Δημήτριο εξέδωκαν κατά
καιρούς θεσπίσματα και ακολουθίες για τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του, δείχνει
ότι επρόκειτο για ένα σεβάσμιο λείψανο και τέτοια ήσαν εκείνα που είχαν έρθει από την
Ανατολή. Η επιγραφή της μολύβδινης πλάκας, που χρονολογείται στο 12ο – 13ο αι. και το
γεγονός ότι, κατά τις εργασίες των ανασκαφών, ο Σωτηρίου δεν βρήκε στον τάφο παρά ένα
φιαλίδιο με το αίμα του μεγαλομάρτυρα, συνηγορούν για τη γνησιότητα της μαρτυρίας.
Τέλος, η πρόσφατη αναγνώριση των λειψάνων, που έγινε με σύγχρονα επιστημονικά μέσα
απέδειξε, όπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες – επίσκοποι και ιερείς καθώς και τρείς
διακεκριμένοι γιατροί – ότι τα οστά ανήκουν σε νεαρό άτομο που υπέστη βίαιο θάνατο, στις
αρχές του 4ου αι. Η Θεσσαλονίκη βρισκόταν στο δρόμο των Σταυροφοριών και είναι
γνωστό, πόσο μετά την άλωση του 1204, ήσαν περιζήτητα τα λείψανα των Αγίων από τους
δυτικούς μοναχούς, που λεηλάτησαν τα ελληνικά ιερά και εμπορεύτηκαν ό,τι σεβάσμιο είχε
η Ορθοδοξία.